- προτίοπτος
- προτίοπτος, ον, [dialect] Ep.forΠρόσοπτος,A which can be looked at, Man.2.31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προτίοπτος — ον, Α (επικ. τ.) βλ. πρόσοπτος … Dictionary of Greek
προτίοπτοι — προτίοπτος which can be looked at masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσοπτος — και δωρ. τ. προτίοπτος, ον, Α ορατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὀπτός (Ι), ρηματ. επίθ. τού ὁρῶ (πρβλ. περί οπτος)] … Dictionary of Greek